Η Ιερά Μονή Ξενοφώντος βρίσκεται σε παραθαλάσσιο τμήμα της νοτιοδυτικής πλευράς του Άθωνα, σε κοντινή απόσταση από την Ιερά Μονή Δοχειαρίου. Η Μονή ιδρύθηκε λίγο πριν το 998. Κατά το 998 ο κτήτωρ της Μονής και πρώτος Ηγούμενός της, Ξενοφών υπογράφει σε βατοπεδινό έγγραφο – που φυλάσσεται μέχρι σήμερα στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου – ως «Ξενοφών μοναχός και Ηγούμενος της μονής του Αγίου Γεωργίου». Στα χρόνια του Αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανιάτη, 1078 με 1081, ο Μέγιστος Δουγκάριος, Ναύαρχος της εποχής, Στέφανος, εκάρη μοναχός και ανοικοδόμησε τον αμυντικό της Πύργο και άλλα κτίρια. Επίσης αποκατέστησε το Καθολικό και έφερε στη Μονή πολλές εικόνες και βιβλία, ιδιοκτησίας δικής του, αλλά και του Αυτοκράτορα.
Η Μονή υπέστη πολλές καταστροφές τον 13ο αιώνα, από επιδρομές Λατίνων πειρατών και αρχές του 14ου από Καταλανούς. Κατόρθωσε όμως να ανασυγκροτηθεί, σε σημείο που στα τέλη του ίδιου αιώνα να κατέχει την ένατη θέση στην ιεραρχία των Μονών. Στα πρώτα χρόνια της Τουρκικής κατοχής η Ιερά Μονή Ξενοφώντος πέρασε μεγάλη δοκιμασία, αλλά με τη βοήθεια Ηγεμόνων παραδουνάβιων περιοχών – το 1520 – την ξεπέρασε. Το 1784 με Σιγίλλιο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Γαβριήλ Δ΄, η Μονή επανακοινοβιοποιείται, με πρώτο – μετά την ιδιορρυθμία – Ηγούμενο τον ιερομόναχο Παΐσιο από τη Μυτιλήνη, πρώην Καυσοκαλυβίτη. Το 1817 μεγάλη πυρκαγιά καταστρέφει την νεοκτισθείσα Πτέρυγα απέναντι του Καθολικού, την οποία ανακατασκευάζει ο πρώην Μητροπολίτης Φιλόθεος.
Η περίμετρος της Μονής σχηματίζει τεθλασμένο επτάπλευρο. Ο αρχικός της πυρήνας είναι το νότιο τμήμα, με το παλιό Καθολικό, εφαπτόμενο στη δυτική της Πτέρυγα. Ευδιάκριτη είναι η επέκταση της Μονής προς βορρά στις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε κτίστηκε και το δεύτερό της Καθολικό. Από τη θάλασσα είναι χαρακτηριστική η όψη της, με τους πολλούς ξύλινους εξώστες και τα σαχνισιά. Αντίθετα, σε άλλες πλευρές της, τα ψηλά τείχη προστασίας δίνουν έναν αποκλειστικά οχυρωματικό χαρακτήρα. Η είσοδός της βρίσκεται στον αρχικό της πυρήνα, με ελικοειδές Διαβατικό που εφάπτεται του παλιού Πύργου.
Η Ιερά Μονή Ξενοφώντος έγινε κοινοβιακή με Σιγίλλιο του Πατριάρχη Γαβριήλ Δ΄, το1784 και από τότε λειτουργεί αδιάλειπτα κοινοβιακά. Κατέχει την δέκατη έκτη θέση στην ιεραρχία των αθωνικών Μονών. Έχει ως Εξαρτήματα στη γεωγραφική της περιοχή, τη Σκήτη Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, τέσσερα Καθίσματα και δυο Κελιά, εκτός του Αντιπροσωπείου της στις Καρυές. Ηγούμενός της είναι ο Αρχιμανδρίτης Αλέξιος.