Η Iερά Μονή Βατοπεδίου βρίσκεται στο μέσο περίπου της βορειοανατολικής πλευράς της χερσονήσου και στο άκρο ενός μεγάλου όρμου. Σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα ιδρύθηκε το 972. Σε παλαιά έγγραφα συναντάται με την ονομασία «Λαύρα Βατοπεδίου». Ιδιαίτερη ακμή παρουσιάζει μετά τον 11ο αιώνα. Την εποχή εκείνη προσαρτώνται σ’ αυτήν πολλές Μονές που μετατρέπονται σε εξαρτήματά της. Υπέστη καταστροφές από επιδρομές Καταλανών πειρατών και Τούρκων κατακτητών, ενώ επανειλημμένα, στην ιστορική της διαδρομή, βρέθηκε σε δεινή οικονομική θέση. Ενισχύθηκε από Αυτοκράτορες του Βυζαντίου, από Βαλκάνιους Ηγεμόνες και, αργότερα, από Τσάρους. Στηρίχθηκε και από δυτικούς Ηγεμόνες, σε ορισμένες περιόδους.
Το κτιριακό της συγκρότημα είναι ιδιαίτερα επιβλητικό, λόγω της δομής και του μεγέθους του. Η είσοδος περιλαμβάνει πυλώνα με διπλή πύλη και Διαβατικό. Μετά την είσοδο εκτείνεται η μεγάλη πλακόστρωτη αυλή. Εκεί βρίσκεται το Καθολικό με τη Φιάλη, την Τράπεζα, Παρεκκλήσια, το Σκευοφυλάκιο και άλλα, αυτοτελή κτίσματα. Οι Πτέρυγες σχηματίζουν πολυγωνικό σχήμα με καθαρά φρουριακό χαρακτήρα, με επάλξεις και με εννέα συνολικά Πύργους.
Με Σιγίλλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου Α΄ η Iερά Μονή Βατοπεδίου έγινε κοινοβιακή, το 1990. Κατέχει από τον 11ο αιώνα τη δεύτερη θέση στην ιεραρχία των αθωνικών Μονών. Εκπρόσωπος της Μονής αναλαμβάνει καθήκοντα Πρωτεπιστάτη του Αγίου Όρους ανά πενταετία. Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους αυτός, μαζί με τους αντιπροσώπους των Iερών Μονών Κουτλουμουσίου, Καρακάλλου και Σταυρονικήτα αποτελούν τη δεύτερη μόνιμη τετράδα Μονών που, κυκλικά, ανά πενταετία και για ένα έτος συγκροτούν την Ιερά Επιστασία. Ηγούμενος της Μονής διατελεί ο Αρχιμανδρίτης Εφραίμ.