Η Ιερά Μονή Παντοκράτορος βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά της χερσονήσου, πάνω σε γραφική και βραχώδη τοποθεσία κοντά στη θάλασσα. Ιδρύθηκε από τον μέγα στρατοπεδάρχη Αλέξιο και τον αδελφό του, ύστερα από τα μέσα του 14ου αιώνα .
Στην εδραίωση και ενίσχυση της μονής συνέβαλαν οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου Ιωάννης Ε’ ο Παλαιολόγος και Μανουήλ Β’ ο Παλαιολόγος. Αρκετά μονύδρια της εποχής εκείνης όπως του Ραβδούχου, του Φαλακρού, του Αγίου Δημητρίου, του Αυξεντίου προσαρτήθηκαν στην νεοσύστατη μονή Παντοκράτορος.
Την οικονομική κρίση που δέχθηκε εξ΄ αιτίας των κατακτήσεων του Όρους από τους Τούρκους την αντιμετώπισε με την βοήθεια των ελληνικής καταγωγής ηγεμόνων παραδουναβίων περιοχών, Φαναριωτών, της Αικατερίνης B’ της Ρωσίας και ευσεβών Χριστιανών. Η μονή υπέστη σοβαρές καταστροφές από πυρκαγιά το 1773 και δύο αιώνες αργότερα το 1948.Αποκαταστάθηκε όμως και στις δυο περιπτώσεις μετά από μεγάλες προσπάθειες των μοναχών της μονής.
Το μοναστηριακό συγκρότημα της Παντοκράτορος έχει σχήμα ακανόνιστο πολύπλευρο, με τον πύργο της να δεσπόζει στην βορειοδυτική γωνία. Ο αρχικός πυρήνας ήταν περιορισμένος στο δυτικό της τμήμα. Η συνολική εικόνα της μονής με τα περιβάλλοντα κτίσματά της, είναι ένας αρμονικός συνδυασμός δόμησης και φυσικού περιβάλλοντος.Η δόμηση αξιοποιεί τα εδαφολογικά της στοιχεία, όπως την απότομη κλίση των βράχων της ανατολικής πλευράς, για προστασία και την αντίθετη δυτική πλευρά της σαν ζωτικό χώρο και επίνειο της μονής.
Η μονή μετατράπηκε σε Κοινόβιο το 1993 με σιγίλλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου. Ηγούμενός της είναι ο αρχιμανδρίτης Γέρων Γαβριήλ.
Η μονή Παντοκράτορος κατέχει την έβδομη θέση στην ιεραρχία των ιερών μονών του Αγίου Όρους. Τα δυναμικό της ανέρχεται σε δέκα πέντε μοναχούς που εγκαταβιώνουν εντός μονής και περίπου σαράντα στα εξαρτήματά της.
Έχει εξαρτήματα την κοινοβιακή Σκήτη Προφήτου Ηλία, δύο Καθίσματα, έντεκα Κελλιά, από τα οποία πέντε στις Καρυές – πλήν του αντιπροσωπείου της – και σαράντα καλύβες από τις οποίες τριάντα οκτώ στη περιοχή της Καψάλας.